Ο Άκης Τσοχατζόπουλος κι εγώ. Συγκριτική μελέτη δύο ημερολογίων.
Πριν καμιά εβδομάδα, καθώς κατέβαζα τα καλοκαιρινά, ανακάλυψα στο πατάρι ένα παλιό μπλοκ.
Το εξώφυλλό του ήταν από καφετί δερματίνη και έμοιαζε παλιό και ταλαιπωρημένο.
Στη θέα του ένιωσα ένα μικρό τσίμπημα, μια ενόχληση.
Ήταν το ημερολόγιο που κρατούσα όταν ήμουν έντεκα ετών.
Η ενόχληση έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν το άνοιξα και το ξεφύλλισα.
Τα γράμματα ήταν μικροσκοπικά και ταξινομημένα με μίζερο τρόπο πάνω στις γραμμές.
Έδειχναν έναν άνθρωπο δειλό, μαζεμένο, δίχως τσαγανό.
Το περιεχόμενο των όσων έγραφα ήταν ακόμη πιο απογοητευτικό.
Τίποτε το ενδιαφέρον δεν μπορούσε να βρει κανείς εκεί μέσα.
Μόνο ανούσια, καθημερινά γεγονότα:
"Πήγαμε εκδρομή στο Τατόι. Περάσαμε χάλια…
Το μεσημέρι πήγα με το μπαμπά στο γήπεδο, στη Ριζούπολη. Απόλλων-ΑΕΚ 0-1.
Το γκολ ο Θωμάς Μαύρος, με κεφαλιά..."
Καμία αναφορά σε κάποιο συνταρακτικό γεγονός. Καμία λέξη για κάποιο χτυποκάρδι, για κάποιον εφηβικό έρωτα...
Τι με συγκρατούσε από το να γράψω στο ημερολόγιό μου εκείνα που πραγματικά με ενδιέφεραν; Φαντάζομαι, η πιθανότητα να το ανοίξει κάποιο αδιάκριτο χέρι. Οι γονείς μου, η αδερφή μου, κάποιος φίλος που θα εκμεταλλευόταν μια στιγμιαία απουσία μου από το δωμάτιο για να μάθει τα μυστικά μου. Ίσως να μην ήθελα να εκτεθώ και στον ίδιο μου τον εαυτό...
Αντίθετα από μένα, ο Άκης Τσοχατζόπουλος δεν είχε τέτοιου τύπου προβλήματα.
Το δικό του ημερολόγιο είναι ενδιαφέρον και πλούσιο –τόσα εκατομμύρια άλλωστε υπάρχουν στις σελίδες του. Ο Άκης δεν μασάει τις λέξεις του. Γράφει με παρρησία για τα θέματα που τον απασχολούν. Δεν έχει ταμπού. Δεν είναι κρυψίνους.
Δεν ανησυχεί μήπως κάποιος αδιάκριτος φίλος το διαβάσει.
Δεν αφήνει το φόβο να δηλητηριάσει τη ζωή του.
Αυτή η ελευθερία διακρίνεται και στο γραφικό του χαρακτήρα. Άναρχος, δεν ακολουθεί την πεπατημένη. Οι λέξεις φτάνουν μέχρι το δεξί μέρος του χαρτιού, κάτι που, σύμφωνα με τους γραφολόγους, δείχνει άνθρωπο της δράσης, της ταχύτητας.
Άνθρωπο που προχωράει μπροστά.
Συνήθως γράφει με κεφαλαία –δείγμα μεγάλης αυτοπεποίθησης.
Γράφει όμως και με πεζά. Φυσικά σε πολυτονικό, αν και ούτε αυτό είναι απόλυτο.
Στη μια λέξη υπάρχουν πνεύματα, στην άλλη όχι. Οι περισπωμένες άλλοτε είναι παρούσες κι άλλοτε απουσιάζουν. Τα μεγάλα πνεύματα δεν ακολουθούν τις νόρμες. Δεν εγκλωβίζονται σε κουτάκια. Δεν χρειάζεται καν να υπακούουν στην καθεστηκυία
ορθογραφία. "Αποριπτική" (με ένα ρ) γράφει κάπου ο Άκης. "Θα σε αφίσω", γράφει κάπου αλλού.
(Ίσως είναι ένας φόρος τιμής στις προεκλογικές αφίσες που τον βοήθησαν να ανεβεί τα σκαλοπάτια της πολιτικής).
Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το ύφος των όσων γράφει. Στα σημεία που αισθάνεται αδικημένος βγάζει το παράπονο στο χαρτί με τρόπο που συγκινεί. "Μετά από εβδομάδες και μήνες κοροϊδίας που έψαχνες για διάφορες λύσεις μεταφοράς, δεν έστειλες τίποτε!
Το απόλυτο μηδέν".
Ο συγγραφέας νιώθει ότι τον πνίγει το δίκιο του. Τον έχει πιάσει από το λαιμό και τον πνίγει.
Όμως αυτός δεν κλαψουρίζει, δεν παρακαλάει. Διεκδικεί! Υπογραμμίζει τις λέξεις, πιέζει το
στυλό πάνω στο χαρτί κι αυτό αφήνει μικρές μελανιές που δείχνουν την αποφασιστικότητά του.
"ΑΠΕΤΩ ΤΩΡΑ", γράφει κάπου (ανορθόγραφα βέβαια, αλλά είπαμε, αυτά δεν έχουν σημασία).
"ΖΗΤΩ ΛΕΠΤΑ ΤΩΡΑ!", γράφει κάπου αλλού. Προσέξατε; Δεν γράφει "λεφτά".
Δεν αφήνει το φι να ευτελίσει το αίτημά του. Γράφει "λεπτά".
Με λεπτότητα. Αριστοκρατικά. Σταράτα. Αντρίκεια.
Να γιατί εγώ ανεβοκατεβάζω ακόμη τα καλοκαιρινά, ενώ αυτός έφτασε εκεί που έφτασε...
Έκρυψα πάλι το ημερολόγιό μου στο πατάρι και κατέβηκα.
Πριν καμιά εβδομάδα, καθώς κατέβαζα τα καλοκαιρινά, ανακάλυψα στο πατάρι ένα παλιό μπλοκ.
Το εξώφυλλό του ήταν από καφετί δερματίνη και έμοιαζε παλιό και ταλαιπωρημένο.
Στη θέα του ένιωσα ένα μικρό τσίμπημα, μια ενόχληση.
Ήταν το ημερολόγιο που κρατούσα όταν ήμουν έντεκα ετών.
Η ενόχληση έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν το άνοιξα και το ξεφύλλισα.
Τα γράμματα ήταν μικροσκοπικά και ταξινομημένα με μίζερο τρόπο πάνω στις γραμμές.
Έδειχναν έναν άνθρωπο δειλό, μαζεμένο, δίχως τσαγανό.
Το περιεχόμενο των όσων έγραφα ήταν ακόμη πιο απογοητευτικό.
Τίποτε το ενδιαφέρον δεν μπορούσε να βρει κανείς εκεί μέσα.
Μόνο ανούσια, καθημερινά γεγονότα:
"Πήγαμε εκδρομή στο Τατόι. Περάσαμε χάλια…
Το μεσημέρι πήγα με το μπαμπά στο γήπεδο, στη Ριζούπολη. Απόλλων-ΑΕΚ 0-1.
Το γκολ ο Θωμάς Μαύρος, με κεφαλιά..."
Καμία αναφορά σε κάποιο συνταρακτικό γεγονός. Καμία λέξη για κάποιο χτυποκάρδι, για κάποιον εφηβικό έρωτα...
Τι με συγκρατούσε από το να γράψω στο ημερολόγιό μου εκείνα που πραγματικά με ενδιέφεραν; Φαντάζομαι, η πιθανότητα να το ανοίξει κάποιο αδιάκριτο χέρι. Οι γονείς μου, η αδερφή μου, κάποιος φίλος που θα εκμεταλλευόταν μια στιγμιαία απουσία μου από το δωμάτιο για να μάθει τα μυστικά μου. Ίσως να μην ήθελα να εκτεθώ και στον ίδιο μου τον εαυτό...
Αντίθετα από μένα, ο Άκης Τσοχατζόπουλος δεν είχε τέτοιου τύπου προβλήματα.
Το δικό του ημερολόγιο είναι ενδιαφέρον και πλούσιο –τόσα εκατομμύρια άλλωστε υπάρχουν στις σελίδες του. Ο Άκης δεν μασάει τις λέξεις του. Γράφει με παρρησία για τα θέματα που τον απασχολούν. Δεν έχει ταμπού. Δεν είναι κρυψίνους.
Δεν ανησυχεί μήπως κάποιος αδιάκριτος φίλος το διαβάσει.
Δεν αφήνει το φόβο να δηλητηριάσει τη ζωή του.
Αυτή η ελευθερία διακρίνεται και στο γραφικό του χαρακτήρα. Άναρχος, δεν ακολουθεί την πεπατημένη. Οι λέξεις φτάνουν μέχρι το δεξί μέρος του χαρτιού, κάτι που, σύμφωνα με τους γραφολόγους, δείχνει άνθρωπο της δράσης, της ταχύτητας.
Άνθρωπο που προχωράει μπροστά.
Συνήθως γράφει με κεφαλαία –δείγμα μεγάλης αυτοπεποίθησης.
Γράφει όμως και με πεζά. Φυσικά σε πολυτονικό, αν και ούτε αυτό είναι απόλυτο.
Στη μια λέξη υπάρχουν πνεύματα, στην άλλη όχι. Οι περισπωμένες άλλοτε είναι παρούσες κι άλλοτε απουσιάζουν. Τα μεγάλα πνεύματα δεν ακολουθούν τις νόρμες. Δεν εγκλωβίζονται σε κουτάκια. Δεν χρειάζεται καν να υπακούουν στην καθεστηκυία
ορθογραφία. "Αποριπτική" (με ένα ρ) γράφει κάπου ο Άκης. "Θα σε αφίσω", γράφει κάπου αλλού.
(Ίσως είναι ένας φόρος τιμής στις προεκλογικές αφίσες που τον βοήθησαν να ανεβεί τα σκαλοπάτια της πολιτικής).
Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το ύφος των όσων γράφει. Στα σημεία που αισθάνεται αδικημένος βγάζει το παράπονο στο χαρτί με τρόπο που συγκινεί. "Μετά από εβδομάδες και μήνες κοροϊδίας που έψαχνες για διάφορες λύσεις μεταφοράς, δεν έστειλες τίποτε!
Το απόλυτο μηδέν".
Ο συγγραφέας νιώθει ότι τον πνίγει το δίκιο του. Τον έχει πιάσει από το λαιμό και τον πνίγει.
Όμως αυτός δεν κλαψουρίζει, δεν παρακαλάει. Διεκδικεί! Υπογραμμίζει τις λέξεις, πιέζει το
στυλό πάνω στο χαρτί κι αυτό αφήνει μικρές μελανιές που δείχνουν την αποφασιστικότητά του.
"ΑΠΕΤΩ ΤΩΡΑ", γράφει κάπου (ανορθόγραφα βέβαια, αλλά είπαμε, αυτά δεν έχουν σημασία).
"ΖΗΤΩ ΛΕΠΤΑ ΤΩΡΑ!", γράφει κάπου αλλού. Προσέξατε; Δεν γράφει "λεφτά".
Δεν αφήνει το φι να ευτελίσει το αίτημά του. Γράφει "λεπτά".
Με λεπτότητα. Αριστοκρατικά. Σταράτα. Αντρίκεια.
Να γιατί εγώ ανεβοκατεβάζω ακόμη τα καλοκαιρινά, ενώ αυτός έφτασε εκεί που έφτασε...
Έκρυψα πάλι το ημερολόγιό μου στο πατάρι και κατέβηκα.